Home » » Σαμαριάδα

Σαμαριάδα

Από mitsos175 , Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013 | 5:05 μ.μ.

Μούσες, θεές της ποίησης και του χορού συνάμα,
βγείτε απ τις κρυψώνες σας κι ελάτε όλες αντάμα,
για να σας πω τα βάσανα του έλληνα εργάτη,
που έπεσε στο δόκανο τ’ Αντώνη τ’ ακροβάτη. 

Τρανό κακό ξεπήδησε από τη Μεσσηνία,
ψεύτης, ψωροπερήφανος, όλος μία αηδία,
το τίποτα  ξεκίνησε να γίνει αρχηγός,
για να γλεντά ο πλούσιος και να βογκά ο φτωχός.

Από το Ζάππειο έταζε λαγούς με πετραχήλια,
πλούσιους πως θα μας έκανε, πως θα μας δώσει χίλια,
πως τάχα τα Μνημόνια δε θέλει να τα βλέπει,
και σ όλο το δημόσιο θα μπούνε καθώς πρέπει.

Μα πριν λαλήσει ο πετεινός τη δεύτερη φορά,
αντίθετο τροπάριο έπειτα τραγουδά.
Στους τοκογλύφους έσκυψε σαν κότα το κεφάλι,
Κάνοντας τούμπα γρήγορη, συνάμα και μεγάλη.

Στις πρώτες του τις εκλογές τρώει μεγάλη φόλα,
κι η νουδούλα έγινε μικρή ωσάν την πόλα.
Κάτω όμως δεν το έβαλε και πάλι αρχινά
με δόλο και με εκβιασμό τον κόσμο ν’ απατά.
«το φόρο εγώ από το φως θα βγάλω παρευθύς,
κι εμένα τώρα ψήφισε απ το ευρώ μη βγεις».

Με κόλπα με τις απειλές μ' απάτη και νοθεία,
εψήφισαν οι Έλληνες τη νέα δικτατορία.
Όταν στο θρόνο κάθισε αμέσως τα ξεχνά,
τα λόγια που μας έλεγε μεγάλα και παχιά.

Τώρα σαν τον προηγούμενο ρίχνει αβέρτα φόρους,
έτσι τα πάντα ξεπουλά, φτηνά, με δίχως όρους.
Στους τοκογλύφους γλείψιμο, συνέχεια τεμενάδες
μα στον κοσμάκη το φτωχό πρόστιμα και ΜΑΤάδες.

Τα μαγαζιά τα ξέκανε, έκλεισε η αγορά,
οι άνεργοι αυξήθηκαν, μεγάλη συμφορά. 
Τα δώρα, τα επιδόματα, μισθοί και οι συντάξεις,
όλα πετσοκοπήκανε για τις φτωχές τις τάξεις.

Ακόμη μεγαλύτερη ζημιά ειν’ οι κουμπάροι,
οι συγγενείς, οι αυλικοί το κάθε το τομάρι,
που θεωρεί τσιφλίκι του το έρημο δημόσιο,
τρώγοντας τον αγλέορα και κάνοντας συμπόσιο.

Ενώ οι φτωχοί κρυώνουνε ψάχνοντας στα σκουπίδια
οι καναλάρχες κι οι ταγοί μοιράζουν τα κοψίδια.
Η ακρίβεια φτάνει στο Θεό κι ακόμα παραπέρα
μυριάδες μέτρα παίρνουνε καινούρια κάθε μέρα.

Νομίζει ότι μας κοίμισε, πιστεύει θα του περάσει,
μα όλου του κόσμου η οργή σύντομα θα ξεσπάσει.
Στο δρόμο πια δεν περπατά, φοβάται, τρέμει, τρέχει,
τη δίκαιη την κριτική καθόλου δεν αντέχει.

Δε θα προλάβει εκλογές, νύχτα θα φύγει, βράδυ,
κρυφά απ τον υπόνομο στο μαύρο το σκοτάδι.
Γιατί ο κόσμος που πεινά στο διάολο θα στείλει,
το σαμαρά με το πασοκ, το Φώτη το ρεζίλι.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger